- πεντόζες
- Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται σε αλδο-πεντόζες και κετο-πεντόζες, αν περιέχουν μια αλδεϋδική ή κετονική ομάδα. Οι π. είναι πολύ διαδεδομένες στον ζωικό και φυτικό κόσμο, βρίσκονται σε σύμπλοκη μορφή στα νουκλεϊνικά οξέα, στη βιταμίνη Β2, μερικές φορές στα ανθρώπινα ούρα και στις πεντοζάνες, από τις οποίες παραλαμβάνονται με υδρόλυση. Πραγματοποιήσιμες είναι οκτώ αλδο-πεντόζες: η αραβινόζη, ριβόζη, λυξόζη και ξυλόζη στις μορφές d και 1 και τέσσερις κετο-πεντόζες, πολύ λίγο γνωστές.
Dictionary of Greek. 2013.